- καννάβεως
- καννάβεω̆ς , κάνναβιςhempfem gen sg (attic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
μαριχουάνα — Ναρκωτική ουσία, που προέρχεται από το φυτό κάνναβη. Βλ. λ. κανάβι· χασίς. * * * η 1. μίγμα αποξηραμένων φύλλων και λουλουδιών τής ινδικής καννάβεως, το οποίο χρησιμοποιείται ως ναρκωτικό 2. κοινή ονομασία τής ινδικής καννάβεως. [ΕΤΥΜΟΛ. < ισπ … Dictionary of Greek
πυρία — και ιων. τ. πυρίη, ἡ, Α 1. ατμόλουτρο το οποίο παρασκεύαζαν ρίχνοντας σπέρματα καννάβεως ή και άλλες ευώδεις ουσίες πάνω σε διάπυρους λίθους («χρωμένους δὶς καὶ πυρίαις ἐκ λίθων διαπύρων», Στράβ.) 2. κάθε είδος εξωτερικής εφαρμογής τής θερμότητας … Dictionary of Greek
στουπί — το / στουπίον, ΝΜ ινώδες συστατικό που παράγεται κατά τον διαχωρισμό ή και το χτένισμα τών υφαντουργικών ινών φλοιού, κυρίως τού λιναριού και τής καννάβεως, και το οποίο χρησιμοποιείται ως υλικό εμφράξεως ρωγμών σε ξύλινα σκάφη, όπου η… … Dictionary of Greek